υπώρεια

υπώρεια
η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α
οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες
(γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και έχει σχηματιστεί από την απόθεση κλαστικών υλικών, λόγω τής μετατόπισης τών υδάτινων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ώρεια (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. παρ-ώρεια. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. piemont].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπωρεία — ὑπωρείᾱ , ὑπώρεια the foot of a mountain fem nom/voc/acc dual ὑπωρείᾱ , ὑπώρεια the foot of a mountain fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑπωρείᾱ , ὑπώρεια the foot of a mountain fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρείᾳ — ὑπωρείᾱͅ , ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat sg (attic doric aeolic) ὑπωρείᾱͅ , ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπώρεια — the foot of a mountain fem nom/voc sg ὑπώρειος under the mountains neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπώρεια — η οι πρόποδες βουνού, το ριζοβούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπωρείας — ὑπωρείᾱς , ὑπώρεια the foot of a mountain fem acc pl ὑπωρείᾱς , ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen sg (attic doric aeolic) ὑπωρείᾱς , ὑπώρεια the foot of a mountain fem acc pl (ionic) ὑπωρείᾱς , ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρειῶν — ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen pl ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρείαις — ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat pl ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρείαν — ὑπωρείᾱν , ὑπώρεια the foot of a mountain fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρείης — ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen sg (epic ionic) ὑπώρεια the foot of a mountain fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωρείῃσιν — ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat pl (epic ionic) ὑπώρεια the foot of a mountain fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”